- αποθαμός
- ο1) смерть, кончина; 2) мучение, мука;
αποθαμός να ταξιδεύεις με καΐκι το χειμώνα — путешествовать зимой на паруснике (это) просто мука
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθαμός να ταξιδεύεις με καΐκι το χειμώνα — путешествовать зимой на паруснике (это) просто мука
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθαμός — κ. απεθαμός, ο (Μ ἀποθαμός) [αποθαίνω] ο θάνατος νεοελλ. πεθαμός, ξεθεωμός, μεγάλη ταλαιπωρία … Dictionary of Greek
πεθαμός — και αποθαμός, ο [πεθαίνω] 1. ο θάνατος, το να πεθαίνει κάποιος («αρρώστησε τού πεθαμού» ασθένησε βαρύτατα, είναι ετοιμοθάνατος) 2. μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, μαρτύριο, πολύς κόπος, μεγάλη εξάντληση, καταβασανισμος («αυτή η δουλειά είναι πεθαμός») … Dictionary of Greek